διάστικτος

διάστικτος
η , ο [ος , ον ]
1) пятнистый, крёпчатый, пёстрый; 2) перен. запятнанный; имеющий тёмное прошлое

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "διάστικτος" в других словарях:

  • διάστικτος — η, ο [διαστίζω] κατάστικτος, παρδαλός …   Dictionary of Greek

  • διάστικτος — η, ο γεμάτος με στίγματα: Το πρόσωπο του παιδιού ήταν διάστικτο με μπογιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαπάσσω — και διαπάττω (Α) [πάσσω] 1. ραντίζω, πασπαλίζω 2. αλατίζω, καρυκεύω 3. παθ. είμαι διάστικτος, φέρω στίγματα …   Dictionary of Greek

  • κατάστικτος — η, ο (AM κατάστικτος, ον) [καταστίζω] 1. γεμάτος στίγματα, καλυμμένος με στιγμές, με σημάδια, διάστικτος 2. ποικιλόχρωμος, παρδαλός 3. υπερβολικά στολισμένος, καταστολισμένος αρχ. 1. αυτός που έχει το σώμα ή το πρόσωπό του κατάστικτο, γεμάτο από… …   Dictionary of Greek

  • στικτός — ή, ό / στικτός, ή, όν, ΝΜΑ [στίζω] 1. αυτός που είναι γεμάτος στίγματα ή κηλίδες, στιγματισμένος («στικτοὶ βραχίονες», Ανθ.Παλ.) 2. διάστικτος, κατάστικτος 3. αυτός που γίνεται με στίξη, με κέντημα (α. «στικτή γραμμή» γραμμή που σχηματίζεται με… …   Dictionary of Greek

  • φακωτός — ή, ό / φακωτός, ή, όν, ΝΑ όμοιος με φακό, φακοειδής νεοελλ. (για ύφασμα) διάστικτος ή υφασμένος με φακοειδείς προεξοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • ψαρός — (I) ή, ό / ψαρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ψαριά Ν [ψάρ] (κυρίως για ζώα) αυτός που έχει γκρίζο τρίχωμα νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει αρχίσει να ασπρίζει, γκριζομάλλης 2. (στον Ερωτόκρ.) (για άλογο) ταχύς αρχ. 1. διάστικτος, κατάστικτος 2 …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»